- ἀσίδης
- ἀσίδαḥasidhahfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρενοθελγής — ές, ΜΑ θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυρο θελγής, παν θελγής] … Dictionary of Greek